- πλυντρίδα
- πλυντρίςfuller's earthfem acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πλυντρίδα — η / πλυντρίς, ίδος, ΝΑ, και πλυτρίς Α νεοελλ. χημ. ειδική συσκευή που χρησιμοποιείται στα χημικά εργαστήρια για την πλύση ή την απορρόφηση τών αερίων αρχ. 1. γυναίκα που πλένει, η πλύντρια 2. είδος χώματος χρήσιμου για τον καθαρισμό τών ρούχων.… … Dictionary of Greek